γόοις

γόοις
γόος
weeping
masc dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επορθιάζω — ἐπορθιάζω (Α) 1. ορθώνω, ειδ. τεντώνω τ’ αφτιά μου («τὰ ὦτα ἀνεγερθέντα καὶ ἐπορθιασθέντα», Φίλ.) 2. υψώνω τη φωνή μου, σκούζω («ποίαν Ἐρινὺν τήνδε δώμασιν κέλει ἐπορθιάζειν;», Αισχύλ.) 3. θρηνώ δυνατά («ἐπορθίαζε νῡν γόοις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • κατάρχω — (AM κατάρχω) (ενεργ. και μέσ.) κάνω αρχή, αρχίζω (α. «τίνες κατῆρξαν, πότερον Ἕλληνες μάχης;», Αισχύλ. β. «κατῆρχεν ἤδη ἀναπηδῶν ἐπὶ τοὺς ἵππους», Ξεν. γ. «κατάρχομαι νόμον βακχεῑον», Ευρ.) μσν. αρχ. εξουσιάζω, κυβερνώ αρχ. 1. οδηγώ, δείχνω τον… …   Dictionary of Greek

  • ορθιάζω — (Α ὀρθιάζω) [όρθιος] στήνω κάτι όρθιο, ορθώνω (αρχ) 1. μιλώ με δυνατή φωνή, υψώνω τη φωνή, φωνάζω («ὀρθιάζοντες γόοις», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀρθιάζειν μαντεύεσθαι» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”